Nieuwgrieks/Lastige aoriststammen
Op deze pagina beschrijven we enkele grote groepen werkwoorden die toch de basisregels voor de vorming van de aoriststam niet volgen (zie ook Stammen).
Werkwoorden op -ζω met een aoriststam op -ξ
bewerken- αγγίζω → αγγιξ- "aanraken, beledigen"
- αλαλάζω → αλαλαξ- "een vreugdekreet slaken"
- αλλάζω → αλλαξ- "wisselen"
- αναστενάζω → αναστεναξ- "zuchten"
- αποστάζω → αποσταξ- "distilleren" (intransitief met voltooid deelwoord αποσταγμένος)
- αποφράζω → απoφραξ- "versperren" (inwendig augment απέφραξα)
- αράζω → αραξ- "aanmeren" (intransitief met voltooid deelwoord αραγμένος)
- αρπάζω → αρπαξ- "vastgrijpen"
- βαριαναστενάζω → βαριαναστεναξ- "rillen"
- βαστάζω → βασταξ- "ondersteunen"
- βελάζω → βελαξ- "blaten"
- βουίζω → βουιξ- "zoemen"
- βουλιάζω → βουλιαξ- "ruïneren"
- βροντοφωνάζω → βροντοφωναξ- "schreeuwen, brullen"
- γκρινιάζω → γκρινιαξ- "mopperen, vitten"
- γρούζω → γρουξ- "kreunen"
- διατάζω → διαταξ- "bevelen" (inwendig augment διέταξα)
- κοιτάζω → κοιταξ- "bekijken"
- νυστάζω → νυσταξ- "slaperig zijn" (intransitief met voltooid deelwoord νυσταγμένος)
- παίζω → παιξ- "spelen"
- πειράζω → πειραξ- "geïrriteerd zijn"
- περιπαίζω → περιπαιξ- "bespotten" (inwendig augment περιέπαιξα)
- περιφράζω → περιφραξ- "omschrijven" (inwendig augment περιέφραξα)
- πρήζω → πρηξ- "zwellen, opblazen"
- ρημάζω → ρημαξ- "verwoesten"
- σκιάζω → σκιαξ- "bang maken"
- σκούζω → σκουξ- "huilen (van dieren)"
- στάζω → σταξ- "druppen, lekken"
- στενάζω → στεναξ- "klagen"
- στηρίζω → στηριξ- "steunen"
- στοιβάζω → στοιβαξ- "opstapelen"
- σφάζω → σφαξ- "slachten"
- σφυρίζω → σφυριξ- "fluiten"
- τάζω → ταξ- "beloven"
- τινάζω → τιναξ- "opgooien"
- τρίζω → τριξ- "knarsen, kraken"
- τρομάζω → τρομαξ- "bang maken"
- υποστηρίζω → υποστηριξ- "verdedigen"
- φαντάζω → φανταξ- "indruk maken"
- φράζω → φραξ- "omheinen, insluiten"
- φωνάζω → φωναξ- "roepen"
- χαράζω → χαραξ- "graveren, krassen"
- χουγιάζω → χουγιαξ- "samendrijven"
Werkwoorden op -ευω met een aoriststam op -ευσ
bewerken- αλιεύω → αλιευσ- "vissen naar"
- αναγορεύω → αναγορευσ- "aanstellen tot"
- ανιχνεύω → ανιχνευσ- "opsporen"
- αντιπροσωπεύω → αντιπροσωπευσ- "vertegenwoordigen"
- βραβεύω → βραβευσ- "belonen"
- δεσμεύω → δεσμευσ- "binden"
- δημοσιεύω → δημοσιευσ- "publiceren"
- δραπετεύω → δραπετευσ- "ontsnappen"
- δυναστεύω → δυναστευσ- "overheersen"
- ειδικεύω → ειδικευσ- "specifiëren"
- ερμηνεύω → ερμηνευσ- "vertolken"
- ηγεμονεύω → ηγεμονευσ- "heersen"
- μεταλαμπαδεύω → μεταλαμπαδευσ- "verspreiden (van een mening)"
- μεταμοσχεύω → μεταμοσχευσ- "transplanteren"
- οδεύω → οδευσ- "verdergaan"
- περιοδεύω → περιοδευσ- "rondtoeren"
- σκοπεύω → σκοπευσ- "mikken op, doelen op"
- στηλιτεύω → στηλιτευσ- "brandmerken"
- σωρεύω → σωρευσ- "opeenhopen"
- συσσωρεύω → συσσωρευσ- "opeenstapelen"
- υπονομεύω → υπονομευσ- "ondermijnen"
- φονεύω → φονευσ- "vermoorden"
- ψαύω → ψαυσ- "aanraken"
Werkwoorden op -αίνω met een aoriststam op -υν
bewerken- αβγαταίνω → αβγατυν- "toenemen"
- ακριβαίνω → ακριβυν- "duurder worden"
- βαθαίνω → βαθυν- "uitdiepen"
- βαραίνω → βαρυν- "wegen"
- λεπταίνω → λεπτυν- "afvallen"
- μακραίνω → μακρυν- "verlengen"
- μικραίνω → μικρυν- "verkorten"
- ομορφαίνω → ομορφυν- "mooier worden"
- πληθαίνω → πληθυν- "vermenigvuldigen"
- σκληραίνω → σκληρυν- "verharden"
- φαρδαίνω → φαρδυν- "verbreden"
- φτηναίνω → φτηνυν- "goedkoper worden"
- φτωχαίνω → φτωχυν- "verarmen"
- χοντραίνω → χοντρυν- "verdikken"
Werkwoorden op -άρω met gelijke eerste en tweede stam
bewerken- βολτάρω "wandelen"
- γουστάρω "proeven, lekker zijn"
- κορνάρω "toeteren"
- κορτάρω "flirten"
- παρκάρω "parkeren"
- προβάρω "aanpassen, passen"
- σοκάρω "choqueren"
- σουτάρω "schoppen"
- τρατάρω "offreren"
- τρενάρω "traineren, rekken"
- φιλτράρω "filteren"
- φρεσκάρω "verfrissen"
>> Nieuwgrieks >> Werkwoorden >> Stammen >> Lastige aoriststammen